- αλαφροπάτης
- ο [αλαφροπατώ]1. αυτός που πατάει ελαφρά, που έχει ελαφρό βάδισμα2. αυτός που βαδίζει γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφροπάτητος — η, ο [αλαφροπατώ] ο αλαφροπάτης* («το πόδι αλαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι», Ρίτσος) πρβλ. και αλαφροπόδαρος … Dictionary of Greek
αλαφροπατώ — ( άω) πατώ ελαφρά, βαδίζω αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπάτης] … Dictionary of Greek